Αλπις

Αλπις
    Ἄλπις
    I
    -ιος ὅ Альпий (приток Истра, ныне Инн) Her.
    II
    -ιος ἥ тж. pl. Anth. = Ἄλπεις См. Αλπεις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Αλπις" в других словарях:

  • Άλπις — Ἄλπις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό) οι Άλπεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Alpis «τόπος διά του οποίου γινόταν το πέρασμα τών Ιουλίων Αλπεων». ΠΑΡ. αρχ. μσν. Ἄλπιος νεοελλ. άλπειος, αλπικός. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλπαναβάτης, αλπειβάτης, αλπειοβακτηρία] …   Dictionary of Greek

  • Ἄλπις — Ἄλπῑς , Ἄλπις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἄλπις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπεις — Ἄλπις fem nom/voc pl (attic epic) Ἄλπις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλπίων — Ἄλπις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) Ἀλπίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπεσι — Ἄλπις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπεσιν — Ἄλπις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπιας — Ἄλπις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπιδος — Ἄλπις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλπιν — Ἄλπις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άλπιος — Ἄλπιος, α, ον (AM) [Ἄλπις] 1. αυτός που αναφέρεται στις Άλπεις, ο αλπικός 2. «Ἄλπια ὄρη», οι Άλπεις …   Dictionary of Greek

  • παράλπιος — και παράλπειος, α, ο / παράλπιος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις Αλπεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + Άλπεις (πληθ. αριθ. τού Άλπις). Ο τ. παράλπειος μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»